15.3.07

Ποιος μας φυλάει από τους "φύλακες";

«Αύριο θα χτυπήσουν και την δική σου πόρτα…» Μ.Μπρεχτ

Όταν ο δημόσιος βίος διασύρεται από τους ίδιους τους λειτουργούς της, υποθάλπει βαθιά πολιτική κρίση. Και όταν αποκαλύπτονται φαινόμενα ευρύτερης διάβρωσης και διαφθοράς, σημαίνει ότι υπάρχει και κοινωνική κρίση, γεγονός που προστάζει την ανάγκη κινητοποίησης, για την πάταξη της διαφθοράς, ώστε να περιφρουρηθεί η δημοκρατία και να αποφευχθεί οιαδήποτε νόθευση της.
Πράγματι, η κυβέρνηση της Ν.Δ. βρέθηκε τον τελευταίο καιρό αντιμέτωπη με μια σειρά αποκαλύψεων από τον Τύπο και από τηλεοπτικές εκπομπές για τις δραστηριότητες υπουργών και στελεχών της, διαψεύδοντας ακράδαντα την πρωθυπουργική διαβεβαίωση περί «μηδενικής ανοχής σε φαινόμενα διαφθοράς».
Οι αποκαλύψεις αυτές μνημονεύουν την θεωρία του φιλόσοφου Ζιλ Ντελέζ, ο οποίος προσπαθώντας να σχηματοποιήσει το πέρασμα από τις πειθαρχικές κοινωνίες σε εκείνες του ελέγχου, την είχε σχηματοποιήσει ως εξής: «Ο τυφλοπόντικας είναι το ζώο των χώρων αποκλεισμού, ενώ το ερπετό εκείνο των κοινωνιών του ελέγχου. Περάσαμε από το ένα ζώο στο άλλο, από τον τυφλοπόντικα στο ερπετό (...) Οι σπείρες ενός ερπετού είναι ακόμα πιο πολύπλοκες από τις τρύπες του τυφλοπόντικα». Το συμπέρασμα είναι απλό. Οι κοινωνίες του ελέγχου οφείλουν την έλευσή τους στην τεχνολογική έκρηξη που προκάλεσε η επιστημονική πρόοδος. Έτσι ο Γενναίος Νέος Ψηφιακός Κόσμος προκάλεσε επανάσταση και στις κατασταλτικές μεθόδους.
Φυσικά, η σκανδαλολογία από τα ΜΜΕ, ακόμη και αν έχει πραγματική βάση και δεν αποτελεί απλή συκοφαντία, δεν συνιστά εσκεμμένη αμφισβήτηση των θεσμών. Άλλωστε, η αμφισβήτηση των θεσμών δεν μπορεί να γίνει στη βάση του καλού ή κακού χαρακτήρα του φορέα ενός θεσμού, αλλά στη βάση των ίδιων των θεσμών. Συνεπώς το ζήτημα του φαινόμενου της διαφθοράς και του τρόπου κάθαρσης της δεν μπορεί να γίνει με τηλεδίκες, με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε με την λεγόμενη αυτοκάθαρση. Θα γίνει μόνο με βαθιές τομές, με ανατροπές στις δομές του συστήματος, ώστε να διασφαλιστεί η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης με δίκαιες δίκες.
Ο καινούργιος όρος των ημερών μας, οι τηλεδίκες, αποτελεί την φυσική κατάληξη δύο πραγματικοτήτων: i) της αδυναμίας, της παράλυσης και της αποδιοργάνωσης των βασικών θεσμών του κλασικού κράτους δικαίου με την υποκατάσταση τους από σαθρές διαδικασίες δήθεν αποκατάστασης του δικαίου και ii) του διογκωμένου ρόλου των ΜΜΕ και των δαιμόνιων ρεπόρτερ, οι οποίοι με λάβαρο την θεαματικότητα και το δήθεν δημόσιο συμφέρον, παραμερίζουν βασικές αρχές του δικαίου και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Σήμερα τη θεαματικότητα την βαφτίζουμε δημόσιο συμφέρον του κοινού ως προς την ενημέρωση. Μοιάζει τελικά να αποφασίζει η πλειοψηφία των τηλεθεατών, ή οι οπαδοί ενός δημοσιογράφου, για το αν θα βιντεοσκοπηθεί παράνομα ο ένας ή ο άλλος. Τα ΜΜΕ φαίνεται να έχουν γίνει, σε ορισμένα ζητήματα τουλάχιστον, κράτος εν κράτει, και φυσικά τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και η Δικαιοσύνη διστάζουν να επέμβουν, ως θα όφειλαν. Ποιος, άλλωστε, να τολμήσει να συγκρουστεί με την εξουσία των τηλε-εισαγγελέων;
Κανείς δεν θέλει να υποτιμήσει και αμφισβητήσει την σπουδαιότητα των ΜΜΕ για την ενημέρωση των πολιτών και γενικότερα για την λειτουργία της Δημοκρατίας. Οπωσδήποτε η ελευθεροτυπία στην χώρα μας ασκείται ικανοποιητικά, αν συγκριθεί με τα ισχύοντα σε κάποιες άλλες χώρες. Πρόκειται για μια αξία ιστορικά κατακτημένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη. Υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου υπήρξε ο δημοκρατικός ηγέτης Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος στην Βουλή είχε δηλώσει πως «δεν δύναται να νοηθεί ύπαρξης πολιτικών κομμάτων ή πολιτικής ζωής, χωρίς απόλυτον ελευθεροτυπίαν». Ωστόσο, δεν παρηγορεί το γεγονός ότι τα πράγματα αλλού είναι χειρότερα, ούτε δικαιολογούνται εκπτώσεις ή παραβιάσεις της ή αλλιώς παρανομίες.
Σε άλλες χώρες η παρανομία των αποδεικτικών μέσων έχει συνέπεια την μη δίωξη. Δηλαδή θα ρωτήσει κανείς : «δεν πρέπει να διωχθεί ένας δολοφόνος αν είναι παράνομες οι αποδείξεις εναντίον του;» Ή ακόμη συχνότερα ερωτάται «μα αν δεν υποκλέψεις και δεν χρησιμοποιήσεις κρυφή κάμερα πως θα αποκαλυφθεί το σκάνδαλο; Ο νόμος το επιτρέπει αν υπερέχει το δημόσιο συμφέρον!»
Η απάντηση βεβαίως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 3 και 4 του Ν.2225/94 όπου συνάγεται ότι μόνα αρμόδια όργανα για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιακών συνδιαλέξεων και κατ’ αναλογία της επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, είναι το Δικαστικό Συμβούλιο ή ο Εισαγγελέας (σε περίπτωση κατεπείγοντος) και μόνο για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων ρητά κατονομαζόμενων από το νόμο ή για λόγους εθνικής ασφάλειας. Πουθενά δεν αναφέρεται το δημόσιο συμφέρον και συνεπώς κανένας ιδιώτης ή δημοσιογραφίσκος δεν δικαιούται να εισχωρεί σε σπίτια, σε επιχειρήσεις, να υποκλέβει συνομιλίες, αλλιώς νομιμοποιείται η παρανομία.
Θα πει κανείς «καλά δεν σε ενδιαφέρει η διαφθορά;». Ας σοβαρευτούμε. Η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με θεσμοθέτηση της παρανομίας, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη παρανομία. Έχουμε φτάσει στο σημείο να δεχόμαστε την πρακτική του κάθε τηλε-εισαγγελέα σε όποιο ΜΜΕ, ενώ ως συγκροτημένη πολιτεία δεν δεχόμαστε, ή δυσπιστούμε στο γεγονός ότι το δικαίωμα της τιμωρίας ανήκει αποκλειστικά στο Κράτος και δεν εκχωρείται σε κανέναν, ειδικά σε ανθρώπους που δεν τους νομιμοποίησε κανείς να μιλούν στο όνομα του λαού.
Η τροποποίηση του άρθρου 370Α επέβαλε φυλάκιση ενός έτους σε όποιους αθέμιτα παρακολουθούν με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνούν προφορικά και τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή μεταξύ του ίδιου και τρίτου, χωρίς την συναίνεση του τελευταίου.
Στον Ποινικό μας Κώδικα υπάρχουν άλλωστε οι διατάξεις περί άρσεως του ποινικού αδίκου. Στα άρθρα 20 με 25 του Π.Κ. προβλέπονται οι περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, οι οποίες φυσικά δεν αναφέρονται ειδικά στη δραστηριότητα των δημοσιογράφων.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης, η απαίτηση μερικών δημοσιογράφων, με αστυνομικό δαιμόνιο, να αποσπούν απαντήσεις από τους πολίτες- τα υποψήφια θύματα-. Κι αν αυτοί αρνηθούν να απαντήσουν ή στην καλύτερη των περιπτώσεων τους κλείσουν το τηλέφωνο κατάμουτρα, τότε οι προσβεβλημένοι δημοσιογράφοι βγαίνουν στα «παράθυρα» των δελτίων ειδήσεων και με θράσος αν όχι από άγνοια, παραπλανούν το τηλεοπτικό κοινό καταδεικνύοντας αυτούς τους πολίτες ως αρνητές του διαλόγου ή χειρότερα ως ενόχους. Και ρωτώ ποιος είπε σε αυτούς τους δημοσιογράφους - «δικτάτορες των ρεπορτάζ» ότι υποχρεούνται οι εκάστοτε πολίτες να απαντήσουν στα ερωτήματα τους; Από το νόμο (αρ.273 §2 ΚΠοινΔ) ο κατηγορούμενος έχει το θεμελιώδες δικαίωμα της σιωπής, που επεκτείνεται και στο δικαίωμά του να αρνείται - έστω και ψευδώς- την ενοχή του. Βέβαια η σιωπή του αυτή δεν επιτρέπεται να εκλαμβάνεται ως παραδοχή της ενοχής του.
Και τονίζεται το τελευταίο, επιδιώκοντας να καταδειχθεί κι ένα άλλο μεμπτό σημείο του δημοσιογραφικού παραληρήματος. Παρατηρείται τον τελευταίο καιρό με πόση ευκολία τα ΜΜΕ δικάζουν, ορίζουν αυθαίρετα ενόχους και καταδικάζουν πολίτες που ίσως ούτε καν δίωξη δεν έχει ασκηθεί εναντίον τους. Πρόκειται για το γνωστό τεκμήριο αθωότητας. Κάτι που προφανώς αγνοούν οι δημοσιογράφοι είναι πως σύμφωνα με το αρ.6 §2 ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος τεκμαίρετε αθώος μέχρι την καταδίκη του.
Αλλά και ο κώδικας δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών, που κυρώθηκε τον Μάρτιο του 2003 με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από νομοτεχνική επεξεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας, απαγορεύει ρητά στο άρθρο 6 παρ.3 την μετάδοση εικόνων οι οποίες έχουν ληφθεί χωρίς προειδοποίηση, με χρήση κάμερας ή μαγνητοφώνου για καταγραφή, απεικόνιση ή δημοσιοποίηση μαρτυρίας ή συνέντευξης ή των κινήσεων οποιουδήποτε προσώπου.
Από όλα αυτά ευκρινώς πιστοποιείται πόσο τηρούνται ο νόμος και η δημοσιογραφική δεοντολογία από τους τηλε-δικαστές των Ανώτατων Τηλεδικείων, στον βωμό «αξιών» όπως η θεαματικότητα, ο χαφιεδισμός, η ηδονοβλεπτική διάθεση των τηλεθεατών.
Πράγματι, η κρυφή κάμερα, η κάθε υποκλοπή, όταν εξασφαλίζει τη συναίνεση του φιλοθεάμονος κοινού, ανεξάρτητα από το πόσο βάναυσα παραβιάζει το νόμο, δεν τιμωρείται. Τα περισσότερα περιστατικά υποκλοπών που βλέπουμε στα ΜΜΕ δεν αποκαλύπτουν τίποτα σπουδαίο ή κάτι που αγνοούμε.
Το να μπαίνει π.χ. μια κρυφή κάμερα σε ένα πορνείο ή ένα στριπτιζάδικο δεν υπηρετεί κάποιο «δημόσιο συμφέρον», για μπανιστήρι πρόκειται και για διασυρμό των ανθρώπων που βιντεοσκοπούνται παρά τη θέλησή τους. Οι εισαγγελείς όμως δεν κινούνται.
Το ερώτημα είναι αν το αίσθημα ασφάλειας που προκαλούν στους πολίτες με αυτές τις αποκαλύψεις ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, όταν οι πολίτες το πληρώνουν με μεγάλη απώλεια της ιδιωτικής τους ζωής και των ιδιωτικών προσωπικών τους δεδομένων.
Το ιδανικό, επομένως, θα ήταν να υπάρχει ένα σύστημα ενιαίων αρχών που να συνδέει αρμονικά τις σχετικές με την προστασία της προσωπικής ζωής διατάξεις του συντάγματος, τους ειδικούς νόμους, τους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας (που πρέπει να ισχύσουν άμεσα, με τον αυστηρό έλεγχο του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου) και φυσικά των ίδιων των δημοσιογράφων. Φτάνει βέβαια οι κανόνες να εφαρμόζονται με ευλάβεια κι όχι όποτε βολεύει τον καθένα.
Δυστυχώς στην ερώτηση quis custodiet ipsos custodies («ποιος μας φυλάει από τους φύλακες») η απάντηση είναι μία- κανείς. Από στρέβλωση σε στρέβλωση και από παραπλάνηση σε παραπλάνηση η εποχή μας, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό ένα σύστημα που έχει σαπίσει και δεν αντέχει άλλο. Όσοι προστατευτικοί μηχανισμοί κι αν υπάρξουν δεν θα καταφέρουν να το κρατήσουν ζωντανό, γιατί απλούστατα έχει πεθάνει.
Ίσως αν αποφασίσουμε να γίνουμε λίγο πιο περιθωριακοί σε σχέση με τον τηλεοπτικό κανόνα του χαφιεδισμού και της κουτσομπολίστικης λογικής και απολαύσουμε το περιθώριο, ως ένα ταξίδι στο χρόνο, να κερδίσουμε κάτι που δεν μετριέται με ακροαματικότητα: την χαμένη αξιοπρέπεια της επικοινωνίας.

Παναγοπούλου Λεωνή
Φοιτήτρια Νομικής του Δ.Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Piazza del Popolo δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.