Στο παρόν κείμενο θέλω να θίξω τρία θέματα που θα πρέπει να απασχολήσουν τόσο το Χρηματιστήριο Αθηνών όσο και την κυβέρνηση. Στα δύο είχα αναφερθεί και παλαιότερα, ενώ στο θέμα της φορολόγησης θα αναφερθώ για πρώτη φορά και πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα ουσιαστικό και σημαντικό, αλλά και πολύ πιο εύκολο στην επίτευξή του από τα άλλα δύο.
Πανευρωπαϊκή Αγορά
Το πρώτο θέμα το είχα θίξει προ καιρού σχολιάζοντας το άρθρο της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ της 11/07/04 «Δύο Χρηματιστήρια ζητούν οι Επαγγελματίες της Αγοράς» που συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας της Εφημερίδας για το ελληνικό χρηματιστήριο. Στο κείμενό μου «Για την έρευνα της Ημερησίας και τις Κινήσεις της ΕΧΑΕ» είχα εκφράσει κάποιες ενστάσεις για τη θέση της πλειοψηφίας στο ερώτημα αν το Χρηματιστήριο Αθηνών θα πρέπει να γίνει περιφερειακό κέντρο. Είχα γράψει τότε ότι η φιλοσοφία του να είσαι πρώτος στο χωριό (ήτοι τα Βαλκάνια) δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι μια αναπτυγμένη αγορά, με βάθος και εύρος, ανάμεσα σε μεγάλους παίκτες. Είχα εκφράσει δε την ευχή για ένα σοβαρό Πανευρωπαϊκό Χρηματιστήριο του οποίου το ΧΑ θα είναι ένα κομμάτι (εν καιρώ ζωτικό), παρά να γίνει ο μπροστάρης του χορού σε ένα Διαβαλκανικό χρηματιστηριακό πανυγύρι. Μόνον ως τμήμα ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Χρημαστιτηρίου το ΧΑ έχει ελπίδες να επιτύχει το στόχο της ανάπτυξης και αναβάθμισής του σε μία σεβαστή και αξιόπιστη αγορά, και όχι ως μονόφθαλμος εν μέσω τυφλών.
Πρόσφατα διάβασα μια συνέντευξη της κυρίας Laura Resnikoff, Ph.D. στον κύριο Δημήτρη Διαμαντίδη στην οποία – με περισσότερη λεπτομέρεια και πιο διεξοδικά – η κυρία Resnikoff εξηγούσε το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι αυτή η συνέντευξη θα πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά από όλους όσους θέλουν να αυξήσουν κάποτε το κύρος και το γόητρο του Χρηματιστηρίου μας, και εύχομαι να υπάρχουν οι άνθρωποι με την πυγμή και την επιμονή να δουλέψουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ελπίζω δε να επανεξετάσουν τη θέση τους όσοι εξέφρασαν την επιθυμία να αποτελέσει το Ελληνικό Χρηματιστήριο το κέντρο μιας περιφερειακής αγοράς, αυτήν τη φορά με πιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, και ευελπιστώ να την αναθεωρήσουν, γιατί η πρόοδος του Χρηματιστηρίου χρειάζεται προοδευτική και δυναμική νοοτροπία από όλους τους επαγγελματίες του για την επίτευξη αυτών των στόχων. Πρέπει όλοι να κινηθούμε με τον ίδιο ρυθμό προς την ίδια κατεύθυνση, και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Σωστή Φορολόγηση για σωστή Επενδυτική Πολιτική
Θα μπω όμως στο δεύτερο, και κύριο, θέμα που δεν έχει θιγεί ενώ είναι πολύ σημαντικό, και πιστεύω ότι θα βοηθήσει όλους τους εμπλεκόμενους, ήτοι:
Α/ την οικονομία, τη λειτουργία της αγοράς και τους θεσμούς
Β/ τους επαγγελματίες της αγοράς και δη συμβούλους επενδύσεων
Γ/ τους επενδυτές στον προγραμματισμό τους και την επενδυτική τους νοοτροπία
Δ/ τις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις
Όταν ήρθα στην Ελλάδα, όντας απλός επενδυτής και πριν ακόμη αρχίσω να εργάζομαι σε χρηματιστηριακό τμήμα, με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι οι επενδυτές δε φορολογούνται ούτε στα κέρδη από τη μεταβολή της τιμής των τίτλων τους, ούτε στο μέρισμα που εισπράττουν, αλλά στη συναλλαγή. Θεωρώ ότι αυτό είναι λάθος τακτική της αγοράς και της εκάστοτε κυβέρνησης που δεν το θεσμοθέτησαν. Σκεφτείτε μόνον πόσο λιγότερο θα πονούσε τους επενδυτές η δυνατότητα να μεταφέρουν σε μελλοντικές χρήσεις (έναντι φόρων επί μεταγενέστερων κερδών) τις ζημίες που υπέστησαν στο Χρηματιστήριο μετά το 1999, και πόσο μεγαλύτερη θα συνέχιζε να είναι η δραστηριότητά τους στο Χρηματιστήριο αν ήξεραν ότι έχουν κάποιο αφορολόγητο από ζημίες το οποίο μπορούν να μεταφέρουν σε μελλοντικές φορολογικές περιόδους. Ίσως βλέπαμε μεγαλύτερους όγκους συναλλαγών και υγιέστερη αγορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια αν οι επενδυτές θεωρούσαν ότι έχουν τουλάχιστον κάποιου είδους προστασία και κάτι καρπούνται ή μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους μέσα στο αρνητικό κλίμα. Όταν υπάρχουν περίοδοι με συνεχή κέρδη, φυσικά ο φόρος θα αποτελεί αυτό που λέμε «positive stress», δηλαδή «θετικό άγχος». Και σε περιόδους κερδών αποκομίζει κάτι και το κράτος επιβάλλοντας αυτούς τους φόρους. Υπάρχει λοιπόν μια ισορροπία, ή αν θέλετε αλληλοπροστασία μεταξύ κράτους και επενδυτών, όπου μέσω της φορολογίας το κράτος «βοηθά» τον επενδυτή να γιατρέψει τις πληγές του κατόπιν κακών περιόδων, με αντάλλαγμα να εισπράττει μέρος των καρπών όταν οι καιροί είναι ανθηροί. Θεωρώ λοιπόν ότι αποτελεί σχεδόν «οικονομική αυτοκτονία» και για τις δύο πλευρές, κράτος και επενδυτές, να μη φορολογούνται τα κέρδη, οι ζημίες («tax credit» ή πίστωση φόρου) και τα μερίσματα των επενδυτών από το κράτος. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ο επενδυτής να φορολογείται στη συναλλαγή (αγορά και πώληση). Αυτό είναι το δεύτερο λάθος του παρόντος συστήματος. Φόρος θα πρέπει να λογίζεται μόνον κατά τη δήλωση χρήσης επάνω στα κέρδη ή τις ζημίες (περίπτωση φορολογικής πίστωσης – αρνητικός φόρος που θα μεταφέρεται σε επόμενες χρήσεις) και στα μερίσματα, και όχι στο σύνολο και ύψος της συναλλαγής. Ο φόρος θα πρέπει να καταβάλλεται με τη φορολογική δήλωση και θα πρέπει να είναι στο ίδιο ποσοστό με το φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα και σε μικρότερο ποσοστό (20-25%) για τα κέρδη ή ζημίες, δηλαδή επί της μεταβολής της αξίας του τίτλου.
Όσον αφορά τα μερίσματα, πολλοί θα ρωτήσουν: «Γιατί να φορολογηθούν τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι, αφού τα κέρδη της εταιρίας (από τα οποία προκύπτει το μέρισμα) έχουν ήδη φορολογηθεί;». Η απάντηση είναι: να μετατεθεί η φορολόγησή τους σ’ αυτούς που τα καρπώνονται (μετόχους). Απλά, αυτό που πρέπει, είναι να καταδεικνύει η ΓΣ ένα ποσό για μέρισμα και αυτό να αφαιρείται από το ποσό πάνω στο οποίο υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος της εταιρίας, αφού ούτως ή άλλως η εταιρία χάνει τη χρήση του μερίσματος, αντί να το διατηρήσει και να το διοχετεύσει στην ανάπτυξή της, προς όφελος του μετόχου στον οποίο το παραχωρεί. Στο μέρισμα που εισπράττει, λοιπόν, ο μέτοχος θα πρέπει να φορολογείται, με τη δική του φορολογική κλίμακα, αφού η χρήση του μερίσματος είναι δική του κι όχι της εταιρίας – αποτελεί, δηλαδή εισόδημα του μετόχου, τελικώς, κι όχι της εταιρίας, η οποία παραχώρησε αυτό το εισόδημα στο μέτοχο.
Οι επαγγελματίες της αγοράς θα αναγκαστούν επίσης να δουν το ρόλο τους πιο υπεύθυνα και να προβλέψουν πιο μακροπρόθεσμα για τον επενδυτή. Θα πρέπει να συμβουλεύουν τον επενδυτή για τις κινήσεις τους και υπό το φως των φορολογικών επιβαρύνσεων και πλεονεκτημάτων που ο κάθε επενδυτής χωριστά απολαμβάνει, και να καταστρώνουν για αυτόν όχι μόνον επενδυτική αλλά και φορολογική στρατηγική. Θα διαπιστώσουν σύντομα δε και αυτοί όπως και οι επενδυτές πόσα πλεονεκτήματα μπορεί να συνεπάγεται ένα τέτοιο σύστημα. Δε θα αγοράζει και θα πωλεί κανείς τίτλους ελαφρά την καρδία και για λάθος λόγους όταν όλοι ξέρουν ότι κάθε αγοραπωλησία έχει και άλλες οικονομικές επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές. Με σωστό προγραμματισμό θα αποφασίζουν από κοινού πότε θα συμφέρει τον επενδυτή να ρευστοποιήσει και τι ποσό ώστε να καρπωθεί τα οφέλη του δικού του «ατομικού» φορολογικού καθεστώτος όταν εκείνος κρίνει σκόπιμο, ή να πληρώσει φόρο όταν το επιθυμεί αυτός. Πέραν του ότι επενδυτές και σύμβουλοι θα μπορούν να καθορίσουν το χρόνο των χρηματικών εισροών και εκροών τους και να προσέξουν ακόμη περισσότερο το turnover των χαρτοφυλακίων (που είναι – όταν δε γίνεται στο σωστό βαθμό – αυτό που «ροκανίζει» κατά κόρον την απόδοση), η αλλαγή νοοτροπίας και η στροφή στην επενδυτική και οικονομική σοβαρότητα που ένα τέτοιο σύστημα θα επιφέρει θα ωφελήσει άπαντες.
Ίσως επίσης οι Έλληνες επενδυτές αρχίσουν να σκέφτονται πιο σωστά από οικονομικής πλευράς και να κόβουν τις ζημίες τους ενώ αφήνουν τα κέρδη να τρέξουν. Η αλήθεια είναι ότι οι απανταχού τον κόσμο επενδυτές – όπως όλες οι μελέτες και η διεθνής εμπειρία καταφανώς δείχνουν – είναι οικονομικά παράλογοι (βασικά λόγω έγκυρων και τεκμηριωμένων ψυχολογικών αιτίων) με αποτέλεσμα να χάνουν διπλά:
1.ρευστοποιούν κερδοφόρους τίτλους που κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν (κόστος ευκαιρίας) και κρατούν μετοχές που έχουν πέσει και όλως πιθανώς θα συνεχίσουν να πέφτουν (μεγιστοποίηση της ζημίας)
2.πληρώνουν φόρους για τους κερδοφόρους τίτλους που ρευστοποίησαν, αντί να κερδίσουν από τις φοροαπαλλαγές των ζημιών αν ρευστοποιούσαν τις μετοχές που εμφανίζουν ζημίες.
Όσον αφορά το δεύτερο, βέβαια, δεν ισχύει στην Ελλάδα γιατί – κακώς – δεν υπάρχει φορολογία στα κέρδη και τις ζημίες από κλεισίματα θέσεων σε τίτλους. Όσον αφορά δε το πρώτο ισχύει παντού: στη μελέτη του Terrance Odean αποδείχτηκε και εμπειρικά ότι οι κερδοφόρες μετοχές που πωλούνται από τους επενδυτές ξεπερνούν σε απόδοση το market κατά μέσο όρο 2.35% κατόπιν της πώλησής τους και οι μετοχές που κρατούνται με ζημία παρουσιάζουν απόδοση -1.06% κάτω της αγοράς στο ίδιο διάστημα. Ίσως αν στην Ελλάδα αρχίσουν να φορολογούνται τα κέρδη του Χρηματιστηρίου (και να μεταφέρονται οι αρνητικοί φόροι για τις ζημίες σε μελλοντικές περιόδους) οι Έλληνες επενδυτές να αποτελέσουν εξαίρεση από το οικονομικό παράλογο που ισχύει τώρα ανά τον κόσμο, αφού θα δουν για πρώτη φορά, και συνεπώς με φρέσκο μάτι, πόσες δυνατότητες για επενδυτικό προγραμματισμό τους δίνει ένα τέτοιο σύστημα. Αρκεί βέβαια να το καταλάβουν, γιατί ο κάθε πολίτης (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) αισθάνεται μια φυσική αποστροφή για κάθε φόρο η οποία όμως, όλως παραδόξως και σε περιπτώσεις όπως η ζητούμενη, βλάπτει τελικά και τον ίδιο τον επενδυτή παρά τον ωφελεί.
Τέλος, αν σκεφτεί κανείς τις επιχειρήσεις που δε ρευστοποιούν ζημιογόνα χαρτοφυλάκια, καταλαβαίνει ότι ένα τέτοιο σύστημα θα προσέφερε ουκ ολίγη βοήθεια στις διοικήσεις τους για λήψη εξυγιαντικών αποφάσεων. Αν υπήρχαν tax credits που μπορούσαν να συσσωρευθούν σε κακούς καιρούς και να αντιλογισθούν έναντι φόρων σε μελλοντικές χρήσεις, ο οικονομικός προγραμματισμός αυτών των επιχειρήσεων θα ήταν διαφορετικός, και τα ισοζύγιά τους θα έδειχναν πολύ διαφορετικά σήμερα. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων ισχύουν σε γενικές γραμμές και όσα ισχύουν για τους επενδυτές (αφού και οι ΑΕ και ΕΠΕ είναι νομικά πρόσωπα και επενδυτές με τη σειρά τους), μόνον που η ανάγκη για σωστή επενδυτική πολιτική είναι σαφώς μεγαλύτερη αφού η νομοθεσία είναι πολυπλοκότερη και ο αντίκτυπος της φορολόγησης (θετικής ή αρνητικής) σημαντικότερος. Και ας μην ξεχνάμε ότι η επιχείρηση είναι σημαντικό ζωτικό τμήμα για κάθε κοινωνία αφού επιτελεί και μεγάλο κοινωνικό έργο, αλλά για αυτό πρέπει να τη βοηθήσουμε να είναι πραγματικά υγιής.
Συνετή Μακροικονομική Διαχείριση και Ορθή Κοινωνική Πολιτική
Το οποίο με φέρνει στο τρίτο θέμα που θα ήθελα να θίξω: σε απάντηση προς την «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» και στο άρθρο που είχε δημοσιεύσει με τίτλο «Κλείνει η κάνουλα για τις προβληματικές» είχα γράψει (στο κείμενο με τίτλο «Τριτοκοσμικές καταστάσεις: Προβληματικές Εισηγμένες») ότι δε μπορούμε να διατηρούμε κακοδιαχειριζόμενες και διαρκώς επιβαρυνόμενες επιχειρήσεις, και ότι το κόστος συντήρησής τους για την κοινωνία και την οικονομία είναι μεγαλύτερο από το κόστος που το κλείσιμό τους συνεπάγεται. Σε ένα μήνα από την ημερομηνία αυτήν περίπου, ακούσαμε το ίδιο εκ του στόματος του κου Τάκη Αράπογλου, με τις γνωστές αντιδράσεις. Και όμως όλα αυτά είναι σωστά από κάθε άποψη. Δε συγκρούονται δε με καμία πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής, όπως ορισμένοι εσφαλμένα θέλουν να πιστεύουν ή να κάνουν άλλους να πιστέψουν. Συγκρούονται μόνον με κακές νοοτροπίες και ατομικά συμφέροντα ορισμένων που αποβλέπουν στη διατήρηση των όποιων κεκτημένων τους σε βάρος της ευημερίας του ευρύτερου συνόλου, με αποτέλεσμα την εφαρμογή κακώς νοούμενης κοινωνικής πολιτικής που τελικά αποβαίνει εις βάρος της κοινωνίας, καθώς αναμφίβολα ανοίγει πληγές περισσότερες και μεγαλύτερες από αυτές τις οποίες προσπαθεί να κλείσει. Εφόσον λοιπόν ληφθούν μέτρα όπως αυτά που συζητούμε κατά καιρούς μέσα από τέτοια forums, οι νοοτροπίες σιγά σιγά θα αλλάξουν θέλοντας και μη, οι δεινόσαυροι θα παροπλιστούν και η Ελληνική οικονομία και χρηματιστηριακή αγορά θα βγουν από το τέλμα της νοοτροπίας του «μικρού χωριού». Όσο όμως τα σωστά μέτρα καθυστερούν, τόσο μεγαλώνει η απόσταση που πρέπει να καλύψουμε και μειώνεται ο χρόνος. Η τεχνογνωσία υπάρχει, κι αν δεν υπάρχει βρίσκεται. Ζητείται διάθεση και «τσαγανό».
Uli Chris
Πανευρωπαϊκή Αγορά
Το πρώτο θέμα το είχα θίξει προ καιρού σχολιάζοντας το άρθρο της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ της 11/07/04 «Δύο Χρηματιστήρια ζητούν οι Επαγγελματίες της Αγοράς» που συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας της Εφημερίδας για το ελληνικό χρηματιστήριο. Στο κείμενό μου «Για την έρευνα της Ημερησίας και τις Κινήσεις της ΕΧΑΕ» είχα εκφράσει κάποιες ενστάσεις για τη θέση της πλειοψηφίας στο ερώτημα αν το Χρηματιστήριο Αθηνών θα πρέπει να γίνει περιφερειακό κέντρο. Είχα γράψει τότε ότι η φιλοσοφία του να είσαι πρώτος στο χωριό (ήτοι τα Βαλκάνια) δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι μια αναπτυγμένη αγορά, με βάθος και εύρος, ανάμεσα σε μεγάλους παίκτες. Είχα εκφράσει δε την ευχή για ένα σοβαρό Πανευρωπαϊκό Χρηματιστήριο του οποίου το ΧΑ θα είναι ένα κομμάτι (εν καιρώ ζωτικό), παρά να γίνει ο μπροστάρης του χορού σε ένα Διαβαλκανικό χρηματιστηριακό πανυγύρι. Μόνον ως τμήμα ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Χρημαστιτηρίου το ΧΑ έχει ελπίδες να επιτύχει το στόχο της ανάπτυξης και αναβάθμισής του σε μία σεβαστή και αξιόπιστη αγορά, και όχι ως μονόφθαλμος εν μέσω τυφλών.
Πρόσφατα διάβασα μια συνέντευξη της κυρίας Laura Resnikoff, Ph.D. στον κύριο Δημήτρη Διαμαντίδη στην οποία – με περισσότερη λεπτομέρεια και πιο διεξοδικά – η κυρία Resnikoff εξηγούσε το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι αυτή η συνέντευξη θα πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά από όλους όσους θέλουν να αυξήσουν κάποτε το κύρος και το γόητρο του Χρηματιστηρίου μας, και εύχομαι να υπάρχουν οι άνθρωποι με την πυγμή και την επιμονή να δουλέψουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ελπίζω δε να επανεξετάσουν τη θέση τους όσοι εξέφρασαν την επιθυμία να αποτελέσει το Ελληνικό Χρηματιστήριο το κέντρο μιας περιφερειακής αγοράς, αυτήν τη φορά με πιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, και ευελπιστώ να την αναθεωρήσουν, γιατί η πρόοδος του Χρηματιστηρίου χρειάζεται προοδευτική και δυναμική νοοτροπία από όλους τους επαγγελματίες του για την επίτευξη αυτών των στόχων. Πρέπει όλοι να κινηθούμε με τον ίδιο ρυθμό προς την ίδια κατεύθυνση, και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Σωστή Φορολόγηση για σωστή Επενδυτική Πολιτική
Θα μπω όμως στο δεύτερο, και κύριο, θέμα που δεν έχει θιγεί ενώ είναι πολύ σημαντικό, και πιστεύω ότι θα βοηθήσει όλους τους εμπλεκόμενους, ήτοι:
Α/ την οικονομία, τη λειτουργία της αγοράς και τους θεσμούς
Β/ τους επαγγελματίες της αγοράς και δη συμβούλους επενδύσεων
Γ/ τους επενδυτές στον προγραμματισμό τους και την επενδυτική τους νοοτροπία
Δ/ τις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις
Όταν ήρθα στην Ελλάδα, όντας απλός επενδυτής και πριν ακόμη αρχίσω να εργάζομαι σε χρηματιστηριακό τμήμα, με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι οι επενδυτές δε φορολογούνται ούτε στα κέρδη από τη μεταβολή της τιμής των τίτλων τους, ούτε στο μέρισμα που εισπράττουν, αλλά στη συναλλαγή. Θεωρώ ότι αυτό είναι λάθος τακτική της αγοράς και της εκάστοτε κυβέρνησης που δεν το θεσμοθέτησαν. Σκεφτείτε μόνον πόσο λιγότερο θα πονούσε τους επενδυτές η δυνατότητα να μεταφέρουν σε μελλοντικές χρήσεις (έναντι φόρων επί μεταγενέστερων κερδών) τις ζημίες που υπέστησαν στο Χρηματιστήριο μετά το 1999, και πόσο μεγαλύτερη θα συνέχιζε να είναι η δραστηριότητά τους στο Χρηματιστήριο αν ήξεραν ότι έχουν κάποιο αφορολόγητο από ζημίες το οποίο μπορούν να μεταφέρουν σε μελλοντικές φορολογικές περιόδους. Ίσως βλέπαμε μεγαλύτερους όγκους συναλλαγών και υγιέστερη αγορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια αν οι επενδυτές θεωρούσαν ότι έχουν τουλάχιστον κάποιου είδους προστασία και κάτι καρπούνται ή μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους μέσα στο αρνητικό κλίμα. Όταν υπάρχουν περίοδοι με συνεχή κέρδη, φυσικά ο φόρος θα αποτελεί αυτό που λέμε «positive stress», δηλαδή «θετικό άγχος». Και σε περιόδους κερδών αποκομίζει κάτι και το κράτος επιβάλλοντας αυτούς τους φόρους. Υπάρχει λοιπόν μια ισορροπία, ή αν θέλετε αλληλοπροστασία μεταξύ κράτους και επενδυτών, όπου μέσω της φορολογίας το κράτος «βοηθά» τον επενδυτή να γιατρέψει τις πληγές του κατόπιν κακών περιόδων, με αντάλλαγμα να εισπράττει μέρος των καρπών όταν οι καιροί είναι ανθηροί. Θεωρώ λοιπόν ότι αποτελεί σχεδόν «οικονομική αυτοκτονία» και για τις δύο πλευρές, κράτος και επενδυτές, να μη φορολογούνται τα κέρδη, οι ζημίες («tax credit» ή πίστωση φόρου) και τα μερίσματα των επενδυτών από το κράτος. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ο επενδυτής να φορολογείται στη συναλλαγή (αγορά και πώληση). Αυτό είναι το δεύτερο λάθος του παρόντος συστήματος. Φόρος θα πρέπει να λογίζεται μόνον κατά τη δήλωση χρήσης επάνω στα κέρδη ή τις ζημίες (περίπτωση φορολογικής πίστωσης – αρνητικός φόρος που θα μεταφέρεται σε επόμενες χρήσεις) και στα μερίσματα, και όχι στο σύνολο και ύψος της συναλλαγής. Ο φόρος θα πρέπει να καταβάλλεται με τη φορολογική δήλωση και θα πρέπει να είναι στο ίδιο ποσοστό με το φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα και σε μικρότερο ποσοστό (20-25%) για τα κέρδη ή ζημίες, δηλαδή επί της μεταβολής της αξίας του τίτλου.
Όσον αφορά τα μερίσματα, πολλοί θα ρωτήσουν: «Γιατί να φορολογηθούν τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι, αφού τα κέρδη της εταιρίας (από τα οποία προκύπτει το μέρισμα) έχουν ήδη φορολογηθεί;». Η απάντηση είναι: να μετατεθεί η φορολόγησή τους σ’ αυτούς που τα καρπώνονται (μετόχους). Απλά, αυτό που πρέπει, είναι να καταδεικνύει η ΓΣ ένα ποσό για μέρισμα και αυτό να αφαιρείται από το ποσό πάνω στο οποίο υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος της εταιρίας, αφού ούτως ή άλλως η εταιρία χάνει τη χρήση του μερίσματος, αντί να το διατηρήσει και να το διοχετεύσει στην ανάπτυξή της, προς όφελος του μετόχου στον οποίο το παραχωρεί. Στο μέρισμα που εισπράττει, λοιπόν, ο μέτοχος θα πρέπει να φορολογείται, με τη δική του φορολογική κλίμακα, αφού η χρήση του μερίσματος είναι δική του κι όχι της εταιρίας – αποτελεί, δηλαδή εισόδημα του μετόχου, τελικώς, κι όχι της εταιρίας, η οποία παραχώρησε αυτό το εισόδημα στο μέτοχο.
Οι επαγγελματίες της αγοράς θα αναγκαστούν επίσης να δουν το ρόλο τους πιο υπεύθυνα και να προβλέψουν πιο μακροπρόθεσμα για τον επενδυτή. Θα πρέπει να συμβουλεύουν τον επενδυτή για τις κινήσεις τους και υπό το φως των φορολογικών επιβαρύνσεων και πλεονεκτημάτων που ο κάθε επενδυτής χωριστά απολαμβάνει, και να καταστρώνουν για αυτόν όχι μόνον επενδυτική αλλά και φορολογική στρατηγική. Θα διαπιστώσουν σύντομα δε και αυτοί όπως και οι επενδυτές πόσα πλεονεκτήματα μπορεί να συνεπάγεται ένα τέτοιο σύστημα. Δε θα αγοράζει και θα πωλεί κανείς τίτλους ελαφρά την καρδία και για λάθος λόγους όταν όλοι ξέρουν ότι κάθε αγοραπωλησία έχει και άλλες οικονομικές επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές. Με σωστό προγραμματισμό θα αποφασίζουν από κοινού πότε θα συμφέρει τον επενδυτή να ρευστοποιήσει και τι ποσό ώστε να καρπωθεί τα οφέλη του δικού του «ατομικού» φορολογικού καθεστώτος όταν εκείνος κρίνει σκόπιμο, ή να πληρώσει φόρο όταν το επιθυμεί αυτός. Πέραν του ότι επενδυτές και σύμβουλοι θα μπορούν να καθορίσουν το χρόνο των χρηματικών εισροών και εκροών τους και να προσέξουν ακόμη περισσότερο το turnover των χαρτοφυλακίων (που είναι – όταν δε γίνεται στο σωστό βαθμό – αυτό που «ροκανίζει» κατά κόρον την απόδοση), η αλλαγή νοοτροπίας και η στροφή στην επενδυτική και οικονομική σοβαρότητα που ένα τέτοιο σύστημα θα επιφέρει θα ωφελήσει άπαντες.
Ίσως επίσης οι Έλληνες επενδυτές αρχίσουν να σκέφτονται πιο σωστά από οικονομικής πλευράς και να κόβουν τις ζημίες τους ενώ αφήνουν τα κέρδη να τρέξουν. Η αλήθεια είναι ότι οι απανταχού τον κόσμο επενδυτές – όπως όλες οι μελέτες και η διεθνής εμπειρία καταφανώς δείχνουν – είναι οικονομικά παράλογοι (βασικά λόγω έγκυρων και τεκμηριωμένων ψυχολογικών αιτίων) με αποτέλεσμα να χάνουν διπλά:
1.ρευστοποιούν κερδοφόρους τίτλους που κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν (κόστος ευκαιρίας) και κρατούν μετοχές που έχουν πέσει και όλως πιθανώς θα συνεχίσουν να πέφτουν (μεγιστοποίηση της ζημίας)
2.πληρώνουν φόρους για τους κερδοφόρους τίτλους που ρευστοποίησαν, αντί να κερδίσουν από τις φοροαπαλλαγές των ζημιών αν ρευστοποιούσαν τις μετοχές που εμφανίζουν ζημίες.
Όσον αφορά το δεύτερο, βέβαια, δεν ισχύει στην Ελλάδα γιατί – κακώς – δεν υπάρχει φορολογία στα κέρδη και τις ζημίες από κλεισίματα θέσεων σε τίτλους. Όσον αφορά δε το πρώτο ισχύει παντού: στη μελέτη του Terrance Odean αποδείχτηκε και εμπειρικά ότι οι κερδοφόρες μετοχές που πωλούνται από τους επενδυτές ξεπερνούν σε απόδοση το market κατά μέσο όρο 2.35% κατόπιν της πώλησής τους και οι μετοχές που κρατούνται με ζημία παρουσιάζουν απόδοση -1.06% κάτω της αγοράς στο ίδιο διάστημα. Ίσως αν στην Ελλάδα αρχίσουν να φορολογούνται τα κέρδη του Χρηματιστηρίου (και να μεταφέρονται οι αρνητικοί φόροι για τις ζημίες σε μελλοντικές περιόδους) οι Έλληνες επενδυτές να αποτελέσουν εξαίρεση από το οικονομικό παράλογο που ισχύει τώρα ανά τον κόσμο, αφού θα δουν για πρώτη φορά, και συνεπώς με φρέσκο μάτι, πόσες δυνατότητες για επενδυτικό προγραμματισμό τους δίνει ένα τέτοιο σύστημα. Αρκεί βέβαια να το καταλάβουν, γιατί ο κάθε πολίτης (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) αισθάνεται μια φυσική αποστροφή για κάθε φόρο η οποία όμως, όλως παραδόξως και σε περιπτώσεις όπως η ζητούμενη, βλάπτει τελικά και τον ίδιο τον επενδυτή παρά τον ωφελεί.
Τέλος, αν σκεφτεί κανείς τις επιχειρήσεις που δε ρευστοποιούν ζημιογόνα χαρτοφυλάκια, καταλαβαίνει ότι ένα τέτοιο σύστημα θα προσέφερε ουκ ολίγη βοήθεια στις διοικήσεις τους για λήψη εξυγιαντικών αποφάσεων. Αν υπήρχαν tax credits που μπορούσαν να συσσωρευθούν σε κακούς καιρούς και να αντιλογισθούν έναντι φόρων σε μελλοντικές χρήσεις, ο οικονομικός προγραμματισμός αυτών των επιχειρήσεων θα ήταν διαφορετικός, και τα ισοζύγιά τους θα έδειχναν πολύ διαφορετικά σήμερα. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων ισχύουν σε γενικές γραμμές και όσα ισχύουν για τους επενδυτές (αφού και οι ΑΕ και ΕΠΕ είναι νομικά πρόσωπα και επενδυτές με τη σειρά τους), μόνον που η ανάγκη για σωστή επενδυτική πολιτική είναι σαφώς μεγαλύτερη αφού η νομοθεσία είναι πολυπλοκότερη και ο αντίκτυπος της φορολόγησης (θετικής ή αρνητικής) σημαντικότερος. Και ας μην ξεχνάμε ότι η επιχείρηση είναι σημαντικό ζωτικό τμήμα για κάθε κοινωνία αφού επιτελεί και μεγάλο κοινωνικό έργο, αλλά για αυτό πρέπει να τη βοηθήσουμε να είναι πραγματικά υγιής.
Συνετή Μακροικονομική Διαχείριση και Ορθή Κοινωνική Πολιτική
Το οποίο με φέρνει στο τρίτο θέμα που θα ήθελα να θίξω: σε απάντηση προς την «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» και στο άρθρο που είχε δημοσιεύσει με τίτλο «Κλείνει η κάνουλα για τις προβληματικές» είχα γράψει (στο κείμενο με τίτλο «Τριτοκοσμικές καταστάσεις: Προβληματικές Εισηγμένες») ότι δε μπορούμε να διατηρούμε κακοδιαχειριζόμενες και διαρκώς επιβαρυνόμενες επιχειρήσεις, και ότι το κόστος συντήρησής τους για την κοινωνία και την οικονομία είναι μεγαλύτερο από το κόστος που το κλείσιμό τους συνεπάγεται. Σε ένα μήνα από την ημερομηνία αυτήν περίπου, ακούσαμε το ίδιο εκ του στόματος του κου Τάκη Αράπογλου, με τις γνωστές αντιδράσεις. Και όμως όλα αυτά είναι σωστά από κάθε άποψη. Δε συγκρούονται δε με καμία πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής, όπως ορισμένοι εσφαλμένα θέλουν να πιστεύουν ή να κάνουν άλλους να πιστέψουν. Συγκρούονται μόνον με κακές νοοτροπίες και ατομικά συμφέροντα ορισμένων που αποβλέπουν στη διατήρηση των όποιων κεκτημένων τους σε βάρος της ευημερίας του ευρύτερου συνόλου, με αποτέλεσμα την εφαρμογή κακώς νοούμενης κοινωνικής πολιτικής που τελικά αποβαίνει εις βάρος της κοινωνίας, καθώς αναμφίβολα ανοίγει πληγές περισσότερες και μεγαλύτερες από αυτές τις οποίες προσπαθεί να κλείσει. Εφόσον λοιπόν ληφθούν μέτρα όπως αυτά που συζητούμε κατά καιρούς μέσα από τέτοια forums, οι νοοτροπίες σιγά σιγά θα αλλάξουν θέλοντας και μη, οι δεινόσαυροι θα παροπλιστούν και η Ελληνική οικονομία και χρηματιστηριακή αγορά θα βγουν από το τέλμα της νοοτροπίας του «μικρού χωριού». Όσο όμως τα σωστά μέτρα καθυστερούν, τόσο μεγαλώνει η απόσταση που πρέπει να καλύψουμε και μειώνεται ο χρόνος. Η τεχνογνωσία υπάρχει, κι αν δεν υπάρχει βρίσκεται. Ζητείται διάθεση και «τσαγανό».
Uli Chris
Μπερδεύτηκες! Αυτό είναι παλιό δημοσίευμά μου (2004) στο οποίο αναφέρομαι στο κυρίως σχόλιο ("Μονοδμερής..."). Το απέστειλα απλώς ως reference link! Anyway...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε.Το διάβαζα το πρωί και το κατέθεσα και εδώ μέσα να υπάρχει!Είναι καλό για το αρχείο μας!Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι. Κανένα πρόβλημα. Απλώς ο σκοπός του ήταν καθαρά "βιβλιογραφικός" εν προκειμένω. ο Τέλης έχει αναδημοσιεύσει 6 άρθρα που είχα γράψει για την ημερησία, από τα οποία το πρώτο ("Δεκάλογος...") είχε κάνει "θόρυβο" το 2004 στους χρηματιστηριακούς κύκλους. Δεν ξέρω αν τα "πέτυχες" στην έντυπη Παρέμβαση (μόνο).
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουμε όλο το έντυπο αρχείο της Παρέμβασης!
ΑπάντησηΔιαγραφή